Ὀδυσσῆα

Ὀδυσσῆα
Ὀδυσσεύς
Odysseus
masc acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀδυσσῆ' — Ὀδυσσῆα , Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg (epic ionic) Ὀδυσσῆι , Ὀδυσσεύς Odysseus masc dat sg (epic ionic) Ὀδυσσῆε , Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • νεικέω — νεικέω, ιων. τ. νεικείω (Α) [νείκος] 1. φιλονικώ, ερίζω («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», Ηρόδ.) 2. λογομαχώ 3. στενοχωρώ με λόγια κάποιον, επιπλήττω, κακολογώ, κατηγορώ («νείκεσσεν δ Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”